στιβεῖον

στιβεῖον
στῐβ-εῖον, τό,
A fuller's workshop, PTeb.417.23 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στιβείον — τὸ, Α [στιβεύς / στιβεύω] το έργο, η εργασία εκείνου που πλένει και λευκαίνει πατώντας τα με τα πόδια μαλλιά ή μάλλινα υφάσματα …   Dictionary of Greek

  • στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”